Ο μπαμπάς μου, να ξέρετε, ήταν η ψυχή της παρέας
Στο μεταλλικό ντουλάπι, στη βεράντα του διαμερίσματος της πλατείας Αμερικής, η Κατερίνα Καμπανέλλη βρήκε έναν «θησαυρό». Ενα κουτί με ανέκδοτα έργα του πατέρα της, Ιάκωβου Καμπανέλλη (1921-2011). Του «πατριάρχη» του νεοελληνικού θεάτρου. Ηταν λίγο καιρό μετά τον θάνατό του
Στο μεταλλικό ντουλάπι, στη βεράντα του διαμερίσματος της πλατείας Αμερικής, η Κατερίνα Καμπανέλλη βρήκε έναν «θησαυρό». Ενα κουτί με ανέκδοτα έργα του πατέρα της, Ιάκωβου Καμπανέλλη (1921-2011). Του «πατριάρχη» του νεοελληνικού θεάτρου. Ηταν λίγο καιρό μετά τον θάνατό του. «Το ντουλάπι της βεράντας ήταν προστατευμένο, όμως απόρησα πώς γλίτωσαν τα χειρόγραφα έξω από το σπίτι».
Στο υπόγειο της πολυκατοικίας της οδού Κύπρου και Λευκωσίας, μαζί με παλιά έπιπλα, ο καθηγητής Γιώργος Πεφάνης βρήκε τον «Κρυφό Ηλιο», λέει στην «Κ» η ενδυματολόγος-σκηνογράφος, κληρονόμος και διαχειρίστρια του αρχείου Καμπανέλλη. Η ίδια, με την πολύτιμη βοήθεια του Θάνου Φωσκαρίνη, βρήκε αργότερα επτά έργα και πολλά ποιήματα. «Είναι άγνωστο πότε και γιατί έγραψε τα ποιήματα. Με εντυπωσίασε γιατί, όταν ρωτούσα “γιατί δεν γράφεις περισσότερους στίχους” αφού, όταν τους μελοποιούσαν ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, αγαπιούνταν πολύ, εκείνος απαντούσε “δεν είμαι στιχουργός, είμαι θεατρικός συγγραφέας” και ότι τους έγραψε για να ενταχθούν στα θεατρικά του».
Ο Καμπανέλλης δούλευε και ξαναδούλευε τα έργα του. «Υπάρχουν και πολλά ημιτελή, που φυλάω ως κόρη οφθαλμού. Ολα, εκτός από εκείνο που βρήκε ο Πεφάνης στο υπόγειο, ήταν φυλαγμένα στο ίδιο ντουλάπι της βεράντας. Ισως θεωρούσε ότι ήταν πρωτόλεια και ότι δεν είχε σημασία να εκδοθούν. Για μένα έχει. Ενας μελετητής πρέπει να έχει ολοκληρωμένη εικόνα για το έργο ενός συγγραφέα».
Διαβάζοντάς τα, η Κατερίνα Καμπανέλλη ένιωσε θαυμασμό. «Ακόμη και τώρα με εκπλήσσει ο πατέρας μου. Δεν είναι μόνο τα έργα του, αλλά και τα δοκίμια, οι ομιλίες – σε όλα ήταν ένας αστείρευτος ποταμός έμπνευσης. Οταν ξεκινούσε να γράφει ένα έργο, το καταλαβαίναμε με τη μητέρα μου. Τον βασάνιζε, το σκεφτόταν διαρκώς. Δεν είχε συγκεκριμένες ώρες, έγραφε όταν ήθελε και όταν είχε έμπνευση. Σηκωνόταν στις 3 το πρωί γιατί κάτι σκέφτηκε στον ύπνο του. Αλλοτε, σηκωνόμουν να πάω σχολείο και τον έβρισκα ξάγρυπνο να γράφει. Δεν ήταν αυστηρός με την ησυχία. Οταν αγόρασε το σπίτι μας, το 1972, τα σχέδια προέβλεπαν τρεις ξεχωριστούς χώρους με συρόμενες πόρτες. Ο μπαμπάς ζήτησε να μην μπουν πόρτες. Ετσι σχηματίστηκε ένας μεγάλος ενιαίος χώρος σε σχήμα Γ και στην άκρη ήταν το γραφείο του, το οποίο ήταν ανοιχτό. Δεν επεδίωκε την πλήρη απομόνωση. Ούτε και κουβάλαγε την αναγνώριση στο σπίτι. Ηταν πολύ απλός και η ζωή μας πολύ οικογενειακή. Ηταν τρυφερός, γενναιόδωρος, δίκαιος ο μπαμπάς. Οταν ζητούσα να μου εξηγήσει κάτι, ποτέ δεν μου είπε, “φύγε γράφω”. Αντίθετα, απευθυνόμενος στους χαρακτήρες του στο χειρόγραφο μπροστά του, τους έλεγε “Καθίστε φρόνιμα! Περιμένετε, θα έρθω γρήγορα”».
Τα έργα του πρώτα τα διάβαζε στη μητέρα της, Νίκη. «Εμένα με έπαιρνε στις πρόβες κι εκεί μου ανοιγόταν ένας άλλος κόσμος. Η μαμά είχε άποψη κι αν θεωρούσε ότι κάτι ήταν φλύαρο του το έλεγε. Για μένα, ό,τι έκανε ο μπαμπάς ήταν τέλειο». Κάπως έτσι του είπε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός. «Τότε είχα ανακατευτεί με το θέατρο της Νομικής, όπου είχα αρχίσει να φοιτώ. Επαιξα σε δύο παραστάσεις, γλυκάθηκα και με θάρρος και θράσος το ανακοίνωσα. Εκείνος τρυφερά μου έβαλε τη φιτιλιά της σκηνογραφίας – “ζωγραφίζεις πολύ ωραία”, μου είπε, γιατί ένιωθε ότι δεν ήμουν παιδί να βγω μπροστά στις κάμερες, αλλά πίσω από αυτές».
Τι της έμαθε σε σχέση με τη ζωή; «Μου έμαθε το πείσμα, το πάθος για τη δημιουργία, την αισιοδοξία και να μην απογοητεύομαι». Παράδειγμα ήταν η ίδια του η ζωή. Οταν η οικογένειά του ήρθε από τη Νάξο στην Αθήνα, στο Μεταξουργείο, για βιοποριστικούς λόγους, εκείνος το πρωί δούλευε και το βράδυ σπούδαζε τεχνικό σχέδιο στη Σιβιτανίδειο, ενώ δεν εγκατέλειψε το πάθος του για διάβασμα. Στην Κατοχή βίωσε τον εφιάλτη του Μαουτχάουζεν. Με έναν παιδικό φίλο πίστεψαν ότι θα κατάφερναν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Ζήτησαν από τον καθένα 60 λίρες. Εφυγαν με πολλές κούτες τσιγάρων. Πουλώντας τα θα μπορούσαν να πληρώσουν τα πλαστά χαρτιά. Κατάφεραν να φτάσουν στη Βιέννη. «Εκεί πούλαγαν τσιγάρα για να βγάλουν τα προς το ζην. Ο μπαμπάς μου κρατούσε χαρτί μιλιμετρέ από τη Σιβιτανίδειο στο οποίο κατέγραφε πόσα πακέτα πούλησαν την ημέρα, πόσα μάρκα ξόδεψαν κ.λπ. Ομως τα βρήκε η Γκεστάπο σε έλεγχο που τους έκανε στο Ινσμπρουκ. Θεωρήθηκαν ύποπτα και ο πατέρας κατάσκοπος». Οι δυο φίλοι συνελήφθησαν και ο Καμπανέλλης μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν. Γλίτωσε από τον θάνατο και επέστρεψε τον Μάιο του 1945 στην Ελλάδα. Οσο για τη γνωριμία με το Θέατρο Τέχνης, τη χρωστάει σε μια κοπέλα που… δεν φάνηκε στο ραντεβού τους. Μπήκε στο θέατρο, όχι για να δει την παράσταση, δεν ήξερε ποιος ήταν ο Κουν, η Λαμπέτη ή ο Διαμαντόπουλος, «αλλά για να περάσω την ώρα μου επειδή έκανε κρύο», όπως είχε πει. «Και συγκλονίστηκα».
Η έκθεση Στη χώρα Καμπανέλλη αποτυπώνει την πολύτροπη πορεία του, αναδεικνύει εκλεκτικές συγγένειες που τον συνδέουν με ένα ευρύτατο φάσμα καλλιτεχνών και στοχαστών της σύγχρονης Ελλάδας, ανιχνεύει και φωτίζει σχέσεις συνάφειας ανάμεσα στο έργο του και σε εκείνο δημιουργών που παρουσιάζονται μόνιμα στη Πινακοθήκη Γκίκα.
«Ελεγε, “πώς είναι δυνατόν εγώ που βγήκα από την κόλαση, κόλαση, κόλαση –τρεις φορές το τόνιζε– να συγκλονιστώ από ένα ψέμα;”» θυμάται η κόρη του. «Μιλούσε για το τι ένιωσε βλέποντας την παράσταση “Καπνοτόπια”, αλλά απέφευγε να μου πει πώς βρέθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. “Νεανικές τρέλες, άσ’ τα τώρα”, απαντούσε. Οταν πέθανε, βρήκα μια βιντεοσκοπημένη συνέντευξη όπου περιέγραφε πώς και γιατί τον πιάσανε. Δεν ήταν ούτε αριστερός ούτε αντιστασιακός, ήταν 20 χρονών παιδί».
Με απολυτήριο Δημοτικού
Μετά τον συγκλονισμό που ένιωσε στο Θέατρο Τέχνης αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Τον απέρριψαν γιατί δεν είχε απολυτήριο Γυμνασίου, όμως εκείνος τα κατάφερε αλλιώς. «Με εφόδιο το απολυτήριο του Δημοτικού μπήκε στο θέατρο από τον δρόμο της γραφής. Είχε πάθος με τη λογοτεχνία από παιδί, διάβαζε πολύ, νοικιάζοντας βιβλία. Εμαθε γαλλικά με λεξικό νοικιασμένο από βιβλιοπώλες».
Ο Αδαμάντιος Λεμός τον πίστεψε και το 1950 ανέβασε το έργο του νεαρού Καμπανέλλη «Χορός πάνω στα στάχυα». Το Εθνικό Θέατρο ανέβασε το ’56 την «Εβδομη μέρα της δημιουργίας», το Θέατρο Τέχνης το «Αυτός και το πανταλόνι του», την «Αυλή των θαυμάτων», το «Παραμύθι χωρίς όνομα» κ.ά. Σαράντα θεατρικά έγραψε, το θέατρο ήταν αδυναμία του, όμως έγραψε και σενάρια για το σινεμά: «Ο Δράκος» (Ν. Κούνδουρος), «Η αρπαγή της Περσεφόνης» (Γρ. Γρηγορίου), όπως και «Τα κορίτσια στον ήλιο», «Η Χιονάτη και τα εφτά γεροντοπαλίκαρα» σε δική του σκηνοθεσία κ.ά. Και βέβαια η «Στέλλα» του Μ. Κακογιάννη που στηρίχθηκε στο θεατρικό του «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια».
Σαν άνθρωπος; «Ο μπαμπάς μου, να ξέρετε, ήταν η ψυχή της παρέας. Φίλοι ήταν η Καρέζη και ο Καζάκος με τους οποίος έκανε “Tο μεγάλο μας τσίρκο”, ο Κουν, η Μελίνα, ο Ντασσέν. Οταν ο πατέρας μου έγραψε τα δύο πρώτα μέρη της “Αυλής των θαυμάτων”, τα έδειξε στον Κουν κι εκείνος του είπε “πήγαινε αμέσως μέσα στο γραφείο να το τελειώσεις” και δεν τον άφησε να επιστρέψει σπίτι».
Ο Καμπανέλλης έγραφε πάντα με πένα. «Είχε συγκεκριμένη καρέκλα, ξύλινη με ψάθινη βάση και πάντα αναρωτιόμουν, δεν πιάνεται όταν γράφει; Του άρεσαν οι αντίκες, ένας μπουφές που αγαπούσε πολύ και το τραπέζι της τραπεζαρίας ήταν τα αγαπημένα του. Σκάλιζε σε ξύλο, ζωγράφιζε με πενάκι ή ξυλομπογιές. Ολο κάτι μαστόρευε στη βεράντα, έπιαναν τα χέρια του. Ηταν και καλός παραμυθάς. Είχε φτιάξει τρεις ήρωες –ένα σκύλο, ένα γάτο και ένα βάτραχο– οι οποίοι έκαναν διάφορες σκανταλιές». Με τις ιστορίες του σε συνέχειες την κοίμιζε όταν ήταν μικρή. «Η πορτοκαλιά που το πορτοκαλάκι έπεσε από δέντρο και κυλώντας έφτασε σπίτι μας, ήταν μια άλλη ιστορία. Επειτα, ως παππούς πια, συνέχισε τις ιστορίες του στη μεγάλη μου κόρη».
Ο Καμπανέλλης έγραφε πάντα με πένα. «Είχε συγκεκριμένη καρέκλα, ξύλινη με ψάθινη βάση και πάντα αναρωτιόμουν, δεν πιάνεται όταν γράφει; Του άρεσαν οι αντίκες, ένας μπουφές που αγαπούσε πολύ και το τραπέζι της τραπεζαρίας ήταν τα αγαπημένα του. Σκάλιζε σε ξύλο, ζωγράφιζε με πενάκι ή ξυλομπογιές. Ολο κάτι μαστόρευε στη βεράντα, έπιαναν τα χέρια του. Ηταν και καλός παραμυθάς. Είχε φτιάξει τρεις ήρωες –ένα σκύλο, ένα γάτο και ένα βάτραχο– οι οποίοι έκαναν διάφορες σκανταλιές». Με τις ιστορίες του σε συνέχειες την κοίμιζε όταν ήταν μικρή. «Η πορτοκαλιά που το πορτοκαλάκι έπεσε από δέντρο και κυλώντας έφτασε σπίτι μας, ήταν μια άλλη ιστορία. Επειτα, ως παππούς πια, συνέχισε τις ιστορίες του στη μεγάλη μου κόρη».
Δράσεις για το «Ετος Καμπανέλλη»
Εκδοση δίγλωσσου τόμου «Ιάκωβος Καμπανέλλης», έκθεση-αφιέρωμα τον Μάρτιο στο Μουσείο Μπενάκη – Πινακοθήκη Γκίκα, τον Ιούνιο αφιέρωμα στον κινηματογραφικό Καμπανέλλη σε συνεργασία με την Ταινιοθήκη της Ελλάδας και το καλοκαίρι κύκλος εκδηλώσεων σε συνεργασία με τον Δήμο Νάξου, στον τόπο γέννησης του συγγραφέα όπου λειτουργεί και το ομώνυμο μουσείο. Είναι ορισμένες από τις δράσεις που ξεκίνησαν στο «Λογοτεχνικό Ετος Ιάκωβος Καμπανέλλης» που κήρυξε το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού με συντονιστές 5μελή επιστημονική επιτροπή (Ελένη Δουνδουλάκη, Σίσσυ Παπαθανασίου, Κατερίνα Καμπανέλλη, Πλάτωνας Μαυρομούστακος, Παναγιώτης Μέντης). Επιπλέον προωθείται το μεταφραστικό έργο του συγγραφέα στο εξωτερικό, συνεργασίες με τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία, ενώ προγραμματίστηκαν δύο συνέδρια. Το ένα στο Λονδίνο σε συνεργασία με την Εδρα Νεοελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας «Κοραής» του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο King’s College και το άλλο στο Παρίσι σε συνεργασία με το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού, το Τμήμα Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, την έδρα Ιστορίας και Λογοτεχνίας της Ανωτάτης Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού κ.ά.